Κιμμερίς

Κιμμερίς
Κιμμερίς
the Crimea
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κιμμερίδα — Κιμμερίς the Crimea fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμμερίδος — Κιμμερίς the Crimea fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CIMMERIS — Troadis urbs, Edonis prius vocata. Plin. l. 5. c. 30. Item Cimmeris, mater Deorum apud Cimmerios. Hesych. Κιμμερὶς, μήτηρ Θεῶν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κιμμέριος — α, ο (Α κιμμέριος, ία, ιον, θηλ. και κιμμερίς, ίδος και ιων. τ. θηλ. κιμμερίη 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Κιμμέριοι α) μυθικός λαός που κατοικούσε πέρα από τον Ωκεανό σε διαρκές σκοτάδι, β) νομάδες τών στεπών που εισέβαλαν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”